- ὁλόχρυσος
- ὁλόχρυσοςof solid goldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολόχρυσος — η, ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, ον) κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.) νεοελλ. μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον το φυτό αείζωον το… … Dictionary of Greek
ολόχρυσος — η, ο 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από χρυσάφι μόνο: Ζώνη ολόχρυση φορεί σε δαχτυλίδι μέση (Γρυπάρης). 2. αυτός που έχει έντονο χρυσό χρώμα: Ολόχρυσος ο ήλιος πρόβαλε απ το βουνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁλοχρύσους — ὁλόχρυσος of solid gold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόχρυσοι — ὁλόχρυσος of solid gold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόχρυσον — neut nom/voc/acc sg ὁλόχρυσος of solid gold masc/fem acc sg ὁλόχρυσος of solid gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LATERES Crudi — quibus aedificia vulgo struebantur, tam apud Graecos, quam Rom. foci item: Vide supra: at ex cocto latere structi Babylonis muri. Quod laterum discrimen etiam Graeci norunt, inter ὠμην` πλίνθον et ὀπτην` distinguentes; sed et absolute πλίνθον… … Hofmann J. Lexicon universale
κατάχρυσος — η, ο (Α κατάχρυσος, ον) 1. καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, χρυσοστόλιστος, χρυσοποίκιλτος 2. αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό,… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολόχρυσον — ὁλόχρυσον, τὸ (Α) βλ. ολόχρυσος … Dictionary of Greek
πάγχρυσος — πάγχρυσος, ον (Α) ο ολόχρυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χρυσός] … Dictionary of Greek